στρώσιμο

στρώσιμο
το, Ν
1. η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα τού στρώνω, η στρώση
2. μτφ. αυθαίρετη εγκατάσταση και διαμονή κάποιου σε έναν χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρωσ- τού αορ. έ-στρωσ-α τού στρώνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στρώσιμο — το το να στρώνει κάποιος: Ασχολούμαι κάθε πρωί με το στρώσιμο των κρεβατιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστρώνω — (Μ ἀποστρώνω, Α στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώο νεοελλ. 1. σηκώνω τα στρώματα 2. τελειώνω το στρώσιμο 3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιού αρχ. στρώνω το δάπεδο με πλάκες …   Dictionary of Greek

  • γρανιτόστρωση — η στρώσιμο δρόμων, πλατειών κ.λπ. με πλάκες γρανίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρανίτης + στρώση ( ις). Η λ., στον λόγιο τ., γρανιτόστρωσις (οδών), μαρτυρείται από το 1888 στον Ι. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

  • δαπέδωση — η εξομάλυνση και στρώσιμο εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαπεδώνω. Η λ. δαπέδωσις μαρτυρείται στον Γεράσ. Σ. Πόγγη.] …   Dictionary of Greek

  • δρομίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, ο κατάλληλος για στρώσιμο δρόμου («δρομίτικες πέτρες») …   Dictionary of Greek

  • ιερουργώ — (ΑΜ ἱερουργῶ, έω) [ιερουργός] τελώ θρησκευτικές τελετές ως ιερέας, ιδίως τελώ τη θεία λειτουργία, τελώ καθήκοντα ιερέα («στις μεγάλες εορτές έρχεται και ιερουργεί ο δεσπότης») νεοελλ. φρ. «ιερουργούμενοι ναοί» οι λειτουργούμενοι τακτικά ναοί αρχ …   Dictionary of Greek

  • καδρόνιασμα — το [καδρονιάζω] 1. το στρώσιμο δαπέδου με καδρόνια 2. ο τετραγωνισμός ακατέργαστων δοκαριών, η διαμόρφωσή τους σε καδρόνια …   Dictionary of Greek

  • κατάστρωση — η (AM κατάστρωσις) [καταστρώννυμι] το στρώσιμο, η στρώση νεοελλ. μτφ. 1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία 2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη… …   Dictionary of Greek

  • καταστόρεσις — καταστόρεσις, έσεως, ἡ (Μ) [καταστορέννυμι] η κατάστρωση, το άπλωμα, το στρώσιμο …   Dictionary of Greek

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”